- ἐρίζεται
- ἐρίζωstrivepres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ερίζω — (AM ἐρίζω) [έριδα] 1. φιλονεικώ, μαλώνω, τσακώνομαι, λογομαχώ («γυναίκες ερίζουσαι περί τού ποία είχε σειράν να γεμίσει», Παπαδ.) 2. είμαι αντίπαλος κάποιου, παραβγαίνω, συναγωνίζομαι ανταγωνίζομαι μσν. προσπαθώ να μιμηθώ κάποιον αρχ. μσν.… … Dictionary of Greek
od-2 (*had-) — od 2 (*had ) English meaning: disgust, hate Deutsche Übersetzung: “Widerwille, Haß” Note: Root od 2 (*had ): “disgust, hate” derived from Root od 1 (*had ): “to smell, *have repulsive smell” Material: Arm. ateam “I hasse”,… … Proto-Indo-European etymological dictionary